H αρτηριακή πίεση
Η αρτηριακή πίεση είναι η πίεση που ασκεί το αίμα στο εσωτερικό τοίχωμα των μεγάλων αρτηριών του σώματος που μεταφέρουν το αίμα από την καρδιά σε όλα τα όργανα του σώματος. Η υπέρταση σημαίνει ότι η αρτηριακή πίεση είναι σταθερά αυξημένη πάνω από τα φυσιολογικά…
όρια.
Η αρτηριακή πίεση καταγράφεται με δύο αριθμούς. Ο μεγαλύτερος αριθμός είναι η “συστολική” πίεση που είναι γνωστή ως “μεγάλη ” πίεση και ο μικρότερος η “διαστολική” ή “μικρή” πίεση. Συστολική είναι η πίεση που ασκείται στις αρτηρίες όταν η καρδιά συσπάται για να προωθήσει το αίμα μέσω των αρτηριών προς τα όργανα του σώματος και διαστολική όταν η καρδιά χαλαρώνει για να δεχθεί νέο αίμα.
Ποιες είναι οι φυσιολογικές τιμές της αρτηριακής πίεσης;
Σύμφωνα με τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Υπέρτασης οι φυσιολογικές τιμές της πίεσης για τους ενηλίκους είναι η συστολική πίεση 120-129 mmHg και η διαστολική 80-84 mmHg. Οι τιμές αυτές αυτή βασίζονται σε μετρήσεις της πίεσης σε τουλάχιστον 2 επισκέψεις σε γιατρό. Σε κάθε επίσκεψη γίνονται τουλάχιστον 2 μετρήσεις μετά από λίγα λεπτά ανάπαυση σε καθιστή θέση.
Ας σημειωθεί ότι στις πρόσφατες Αμερικανικές Οδηγίες για την Υπέρταση η συστολική πίεση 120-139 mmHg και η διαστολική 80-89 mmHg χαρακτηρίζονται ως “προϋπέρταση”. Η υιοθέτηση του όρου αυτού στοχεύει στη μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση του κοινού και των γιατρών στα πρώιμα στάδια της υπέρτασης, με την προσδοκία ότι αυτή θα συμβάλει στην ευρύτερη εφαρμογή μη φαρμακευτικών μέσων για την πρόληψη της υπέρτασης και στη στενότερη παρακολούθηση της πίεσης.
Ποιος είναι ο σωστός τρόπος μέτρησης της πίεσης;
Για τη μέτρηση της πίεσης πρέπει πρώτα να μείνετε σε καθιστή θέση για περίπου 5 λεπτά. Η πλάτη σας να ακουμπά στη ράχη της καρέκλας και το μπράτσο να είναι χαλαρά ακουμπισμένο σε σταθερή επιφάνεια. Η περιχειρίδα (το πανί που τυλίγει το χέρι) τοποθετείται έτσι ώστε να εφαρμόζει καλά κατευθείαν πάνω στον βραχίονα (μπράτσο) χωρίς να παρεμβάλλεται το μανίκι. Η περιχειρίδα πρέπει να βρίσκεται περίπου στο ύψος της καρδιάς .Η άκρη του ακουστικού τοποθετείται στην εσωτερική επιφάνεια του αγκώνα χωρίς να καλύπτεται τελείως από την περιχειρίδα . Φουσκώνετε το πιεσόμετρο μέχρι το 200-220 mmHg. Ξεφουσκώνετε αργά (περίπου 10 mmHg κάθε 5 δευτερόλεπτα). Συστολική πίεση είναι το σημείο που εμφανίζεται (ακούγεται) ο ρυθμικός χτύπος, όσο αδύνατος και να είναι. Διαστολική πίεση είναι το σημείο όπου ο ρυθμικός ήχος παύει να ακούγεται. Στις περισσότερες περιπτώσεις αρκούν δύο μετρήσεις της πίεσης κάθε φορά, με μεσοδιάστημα 1-2 λεπτά μεταξύ των μετρήσεων. Στη δεύτερη μέτρηση, η πίεση είναι συνήθως χαμηλότερη. Αν υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ πρώτης και δεύτερης μέτρησης (πάνω από 10 mmHg) γίνεται και τρίτη μέτρηση.
Πού οφείλεται η υπέρταση;
Στη μεγάλη πλειονότητά τους (95%) οι υπερτασικοί εμφανίζουν τη λεγόμενη “ιδιοπαθή” υπέρταση. Πρόκειται για υπέρταση ουσιαστικά άγνωστης αιτίας που έχει σχέση κυρίως με την κληρονομικότητα (γονίδια) καθώς και με άλλους παράγοντες, όπως είναι η παχυσαρκία, η μακροχρόνια πρόσληψη αυξημένης ποσότητας αλατιού, η καθιστική ζωή, κλπ. Συνήθως εμφανίζεται μετά την ηλικία των 30 ετών, αλλά μπορεί να εμφανιστεί ακόμα και σε παιδιά.
Σε άτομα με υπερτασικούς και τους δύο γονείς η πιθανότητα εμφάνισης υπέρτασης ξεπερνά το 70%. Σε άτομα με ένα γονιό υπερτασικό η πιθανότητα είναι περίπου 30% και σε όσους δεν έχουν υπερτασικούς γονείς περίπου 15%. Σε λίγες περιπτώσεις (5%) η υπέρταση οφείλεται σε κάποιο συγκεκριμένο νόσημα (δευτεροπαθής υπέρταση), το οποίο μπορεί να διαγνωστεί και να αντιμετωπιστεί με αποτέλεσμα την εξαφάνιση της υπέρτασης. Συχνότερα αίτια δευτεροπαθούς υπέρτασης είναι η χρόνια νεφροπάθεια, η άπνοια κατά τον ύπνο και η στένωση των νεφρικών αρτηριών. Άλλα σπάνια αίτια είναι ο πρωτοπαθής αλδοστερονισμός, το φαιοχρωμοκύττωμα, το σύνδρομο Cushing, η στένωση του ισθμού της αορτής, κ.α. Έλεγχος με ειδικές εξετάσεις για τη διάγνωση της αιτίας της υπέρτασης χρειάζεται μόνο σε λίγες περιπτώσεις που επιλέγει ο γιατρός με βάση συγκεκριμένα κριτήρια.
Πώς τίθεται η διάγνωση της υπέρτασης;
H διάγνωση της υπέρτασης τίθεται από γιατρό με μετρήσεις της πίεσης στο ιατρείο. Συνήθως χρειάζονται διαδοχικές μετρήσεις σε τουλάχιστον 2-3 επισκέψεις. Μια μόνο επίσκεψη σχεδόν ποτέ δεν αρκεί για να τεθεί με βεβαιότητα η διάγνωση. Η διάγνωση της υπέρτασης τίθεται όταν η πίεση είναι σταθερά αυξημένη στο ιατρείο από 140 mmHg και πάνω η συστολική, ή από 90 mmHg και πάνω η διαστολική ή και τα δύο.
Η πίεση δεν είναι τόσο σταθερή όπως η χοληστερίνη ή το βάρος του σώματος, αλλά μπορεί να αλλάζει γρήγορα από μέτρηση σε μέτρηση. Ειδικά στην πρώτη επίσκεψη στο γιατρό, η πίεση μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερη από την πραγματική. Επιπλέον, σε μία επίσκεψη η πίεση συνήθως είναι μεγαλύτερη στην πρώτη μέτρηση απ’ όσο σε επόμενες μετρήσεις. Είναι συχνό φαινόμενο η πίεση να είναι αυξημένη στην πρώτη ή τη δεύτερη επίσκεψη στο ιατρείο, αλλά σε επόμενες επισκέψεις να υποχωρεί στα φυσιολογικά επίπεδα χωρίς καμιά θεραπεία. Γι’ αυτό, η διάγνωση της υπέρτασης και ακόμα περισσότερο η έναρξη αντιυπερτασικής φαρμακευτικής θεραπείας, δεν πρέπει να γίνονται με βάση περιστασιακές μετρήσεις της πίεσης.
Ακόμα και σε άτομα με μεγάλη αύξηση της αρτηριακής πίεσης (πάνω από 180/110 mmHg), αν δεν υπάρχει επείγουσα κατάσταση λόγω της ύπαρξης συγκεκριμένου καρδιαγγειακού προβλήματος, ο γιατρός συνήθως αφήνει ένα περιθώριο μερικών ημερών για να επιβεβαιώσει το ύψος της πίεσης και να αξιολογήσει με εξετάσεις τη γενική κατάσταση του αρρώστου. Όσο πιο κοντά στο διαγνωστικό όριο των 140/90 mmHg βρίσκεται η πίεση, τόσο μεγαλύτερο διάστημα παρακολούθησης χρειάζεται για να τεθεί με βεβαιότητα η διάγνωση. Έχει διαπιστωθεί ότι όταν εφαρμόζονται σωστές μετρήσεις της πίεσης, κάποια από τα άτομα που έχουν χαρακτηριστεί ως υπερτασικά και υποβάλλονται σε θεραπεία αποδεικνύεται ότι δεν έχουν υπέρταση και δε χρειάζονται θεραπεία.
Πώς εκδηλώνεται η αυξημένη υπέρταση;
Η αυξημένη αρτηριακή πίεση κατά κανόνα δεν γίνεται αισθητή και δεν προκαλεί κανένα ενόχλημα. Τα ενοχλήματα, όταν υπάρχουν, οφείλονται στις επιπλοκές της, που συνήθως εμφανίζονται μετά από χρόνια. Γι’ αυτό στην Αμερική η υπέρταση είναι γνωστή ως “βουβός δολοφόνος ” (silent killer).
Ο πονοκέφαλος, η ζάλη, τα βουητά στα αυτιά, οι εξάψεις κ.λπ. δεν οφείλονται στην υπέρταση, ακόμα και όταν η πίεση είναι πολύ αυξημένη . Το αντίστροφο μπορεί να συμβεί: δηλαδή, η ανησυχία, λόγω της λανθασμένης αντίληψης ότι τα συμπτώματα οφείλονται στην αυξημένη πίεση η οποία συνεπάγεται άμεσο κίνδυνο για εγκεφαλικό επεισόδιο, μπορεί να ανεβάσει την πίεση.
Οι ρινορραγίες (αιμορραγίες από τη μύτη) επίσης δεν οφείλονται στην υπέρταση. H μεγάλη αύξηση της πίεσης που συχνά παρατηρείται σε τέτοιες περιπτώσεις είναι αποτέλεσμα της αναστάτωσης (συχνά του πανικού) λόγω της αιμορραγίας και μειώνεται χωρίς φάρμακα μόλις ηρεμήσει ο άρρωστος.
Θεραπεύεται η υπέρταση;
Ουσιαστικά, η ίαση της υπέρτασης δεν είναι δυνατή. Με άλλα λόγια, ένας υπερτασικός δεν μπορεί “να γίνει καλά”, όπως ένας άρρωστος με πνευμονία. Είναι, όμως, δυνατό η πίεση να ελαττωθεί στα φυσιολογικά επίπεδα, κυρίως με τακτική και συνεχή λήψη αντιυπερτασικών φαρμάκων.
Πώς μπορεί να μειωθεί χωρίς φάρμακα η υπέρταση;
Εκτός από τα φάρμακα, διάφορα άλλα μέσα μπορούν να μειώσουν σε κάποιο βαθμό την πίεση. Τα μέσα αυτά είναι χρήσιμα σε όλα τα υπερτασικά άτομα, ανεξάρτητα από το αν παίρνουν ή όχι αντιυπερτασικά φάρμακα. Η ελάττωση του σωματικού βάρους στους υπέρβαρους υπερτασικούς είναι ο αποτελεσματικότερος τρόπος για τη μείωση της πίεσης χωρίς φάρμακα. Ακόμα και μικρή απώλεια βάρους (π.χ., 5 κιλά) μπορεί να βοηθήσει στη μείωση της πίεσης αλλά και στη βελτίωση άλλων παραγόντων που οδηγούν σε καρδιαγγειακό επεισόδιο, όπως είναι η χοληστερίνη και το σάκχαρο.
Δίαιτα με πολλά φρούτα, λαχανικά και γαλακτοκομικά χωρίς λίπη, δηλαδή, διατροφή πλούσια σε κάλιο και ασβέστιο, μπορεί επίσης να βοηθήσει στη μείωση της πίεσης (γνωστή ως δίαιτα DASH).
Η μείωση της πρόσληψης αλατιού με το φαγητό μειώνει την πίεση κυρίως στους υπερτασικούς μεγαλύτερης ηλικίας. Επιπλέον ενισχύει την αποτελεσματικότητα των αντιυπερτασικών φαρμάκων, κυρίως των διουρητικών, των αναστολέων του μετατρεπτικού ενζύμου και των ανταγωνιστών της αγγειοτασίνης (βλέπε “Αντιυπερτασικά φάρμακα”).
Ο περιορισμός της κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών (μέχρι δύο ποτά την ημέρα για τους άνδρες και ένα για τις γυναίκες) επίσης μειώνει την αρτηριακή πίεση σε αυτούς που κάνουν κατάχρηση.
Η σωματική άσκηση (γρήγορο περπάτημα ή ποδήλατο για τουλάχιστον μισή ώρα τη μέρα τις περισσότερες μέρες της εβδομάδας) μπορεί να βοηθήσει στη μείωση της πίεσης και στη βελτίωση άλλων παραγόντων κινδύνου όπως είναι η αυξημένη χοληστερίνη και το σάκχαρο.
Το κάπνισμα επηρεάζει ελάχιστα την αρτηριακή πίεση. Όμως, η διακοπή του αποτελεί τον πρώτο στόχο στους υπερτασικούς καπνιστές, αφού το κάπνισμα είναι εξίσου σημαντικός και σε μερικές περιπτώσεις σημαντικότερος παράγοντας κινδύνου για θάνατο, έμφραγμα, εγκεφαλικό ή άλλο καρδιαγγειακό επεισόδιο σε σύγκριση με την υπέρταση.